- ἔκλεπτος
- ἔκλεπτος,A ov, very thin,
οὖρον Hp.Coac.572
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὖρον Hp.Coac.572
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έκλεπτος — ἔκλεπτος, ον (Α) ο πολύ λεπτός, πολύ αραιός … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek